λόχμη — thicket fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμῃ — λόχμη thicket fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμη — η πυκνό μέρος του δάσους από θάμνους, όπου κρύβονται άγρια ζώα ή θηράματα: Ο λαγός τρόμαξε και φώλιασε στη λόχμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόχμαι — λόχμη thicket fem nom/voc pl λόχμᾱͅ , λόχμη thicket fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμαις — λόχμη thicket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμαισι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμην — λόχμη thicket fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμης — λόχμη thicket fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχμῃσι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχμαίος — λοχμαῑος, αία, ον (Α) [λόχμη] αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῡσα λοχμαία» το αηδόνι, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek