λόχμη

λόχμη
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 47 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 15 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βίτσι.
* * *
η (Α λόχμη)
μέρος δάσους στο οποίο υπάρχουν πυκνοί θάμνοι όπου κρύβονται άγρια ζώα ή άλλα θηράματα («ἔνθ' ἄρ' ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῡς», Ομ. Οδ.)
(αρχ)
1. (μτψ·) κάθε δασύ και φουντωτό πράγμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνέδρα, ἐπιβουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα λοχ- τού θέματος λεχ- τού λέχομαι (πρβλ. λέχομαι, λέχος) + επίθημα -μη (πρβλ. δόχ-μη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λόχμη — thicket fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμῃ — λόχμη thicket fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμη — η πυκνό μέρος του δάσους από θάμνους, όπου κρύβονται άγρια ζώα ή θηράματα: Ο λαγός τρόμαξε και φώλιασε στη λόχμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόχμαι — λόχμη thicket fem nom/voc pl λόχμᾱͅ , λόχμη thicket fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμαις — λόχμη thicket fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμαισι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμην — λόχμη thicket fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμης — λόχμη thicket fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχμῃσι — λόχμη thicket fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχμαίος — λοχμαῑος, αία, ον (Α) [λόχμη] αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῡσα λοχμαία» το αηδόνι, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”